- ἐλεεινολογουμένας
- ἐλεεινολογουμένᾱς , ἐλεεινολογέομαιspeak piteouslypres part mp fem acc pl (attic epic doric)ἐλεεινολογουμένᾱς , ἐλεεινολογέομαιspeak piteouslypres part mp fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.